αλής

αλής
ἁλής, -ὲς (Α)
συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος
το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ.
αθρόα, συγκεντρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος συγκεντρωμένος» καθώς και με τον αβέβαιης σημασίας επιρρηματ. τ. αFλανέως. που απαντά σε επιγραφή τής Ολυμπίας του 6ου π. Χ. αιώνα (πρβλ. και τον επιρρηματ. τ. τού Ησυχίου ἀλανέως «ολοσχερώς»). Η μορφολογική συγγένεια τών τ. ἁλής, ἀολλὴς καί αFλανέως οδηγεί στην υπόθεση ενός αρχικού τ. *-Fl-νής, απ' όπου με τη διαφορετική κατά διαλέκτους αντιπροσώπευση του l (του φωνηεντικού λ.) -αλ-, -ολ-, -λα- προήλθαν αντίστοιχα οι λ. ἁλής, ἀολλὴς καί ἀλανέως. Ειδικότερα το επίθ. ἁλὴς είναι πιθ. να προέρχεται και από αρχικό τ. *ἁFελ-νὴς (με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού F, συναίρεση των -αε- σε , αφομοίωση -λν- > λλ και απλοποίηση). Εξάλλου η κατάληξη –νὴς πιθ. να προήλθε από τ. ουδετέρου *Fελ-νος (Πρβλ. ἔθ-νος, κτῆ-νος, σμῆ-νος κ.λπ.). Σημειώνουμε ότι η ρ. -Fελ απαντά και στο ρ. εἴλω (αορ. ἀλῆναι) «στρίβω, συμπιέζω, ωθώ, συνωθώ», καθώς και στο επίρρ. ἅλις «κατά σωρούς, σωρηδόν». Το αρκτικό ἁ- τής ομάδας αυτής τών λ. θεωρείται συνήθως ως αθροιστικό και ανάγεται στο ΙΕ *sm-. Κατά τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται η δάσυνση τού επιθ. ἁλής. Προβλήματα αντιθέτως δημιουργεί το ότι παράγωγες λ. (πρβλ. ἀλία* «συγκέντρωση», ἀλιάσσιος βλ. ἀλίασσις) ψιλούνται συνήθως στη δωρική διάλεκτο, όπου κατ' εξοχήν δηλώνεται η δασύτητα (h). Παρεκτεταμένος τ. τού επιθ. ἁλὴς είναι και η αττ. λ. ἡλιαία (δωρ. ἀλιαία) «συγκέντρωση (δικαστών)», «λαϊκό δικαστήριο». Το - τού ἡλιαία, από τροπή τού αρκτικού μακρού τού επιθ. ἁλὴς καί δάσυνση στην αττική διάλεκτο, δεν ερμηνεύεται εύκολα. Το -η- (και ίσως η δασεία) είναι πιθανόν να οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση με το ουσ. ἥλιος.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλία, ἁλίζω, ἡλιαία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • .άλῃς — ἄλῃς , ἄλη wandering fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλης — ἄλης , ἄλη wandering fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱λης , ἀλέω grind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔλης , λάω 1 imperf ind act 2nd sg (doric) ἔλης , λάω 2 seize imperf ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῆς — ἁλή salt works fem gen sg (attic epic ionic) ἁ̱λῆς , ἁλής thronged masc/fem acc pl (attic epic doric ionic) ἁ̱λῆς , ἁλής thronged masc/fem nom/voc pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλής — ἁ̱λής , ἁλής thronged masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλης — Ἄλευς masc nom pl Ἄλευς masc nom/voc pl Ἄλης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῆς — ἀλέα avoiding fem gen sg (attic epic ionic) ἀλέω grind pres ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλης — ἄλη wandering fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱λης , ἀλέω grind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) εἴλω shut in aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλης — Ἅλις masc nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλέξανδρος ο εξ Άλης — (Alexandrus Halesius,1170 – 1245). Άγγλος φραγκισκανός μοναχός και φιλόσοφος. Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι, στη θεολογική σχολή του οποίου δίδαξε ο ίδιος αργότερα και απέκτησε μεγάλη φήμη. Έγραψε πολλά φιλοσοφικά, ιστορικά και θεολογικά… …   Dictionary of Greek

  • Καρά αλής — (1778 – 1822). Τούρκος ναύαρχος κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1821 έπλευσε ως αρχηγός ισχυρότατης μοίρας εναντίον των Ελλήνων, αφού προηγουμένως διέταξε τη σφαγή όλων των χριστιανών αξιωματικών του στόλου. Ενίσχυσε τις φρουρές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”